- σιρωτής
- σιρωτής, ὁ,A simussator, i.e. cimussator, οἴνου ἢ ἄλλου τινὸς ὑγροῦ, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιρωτής — ὁ, Α σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρῶ, όω «σουρώνω, στραγγίζω» (< Σ[ε]ίριος)] … Dictionary of Greek